Σπεσιαλάκι: Kόρδα, Mαραθέα, Πεδινό, Προάστιο στου τρία!

Σπεσιαλάκι: Kόρδα, Mαραθέα, Πεδινό, Προάστιο στου τρία!



«Kόρδα, Mαραθέα, Πεδινό, Προάστιο στου τρίααααααα!», από το μεγάφωνο.

Ήμασταν στο ΚΤΕΛ ένα τέταρτο περίπου. Ο Σωτήρης και ο Νίκος κάτι έλεγαν για τη γκόμενα που έβγαλε χθες ο Γιώργος και άλλα τέτοια. Εγώ ζεσταινόμουν πολύ, είχε πιάσει σαραντάρα σίγουρα, μισόκλεινες τα μάτια και έβλεπες στον κάμπο να κυλάνε αχυρόμπαλες όπως στο φαρουέστ, είδα και το λεωφορείο που πιο πιθανό ήταν να είναι καμουφλαρισμένο τρίκυκλο παρά να έχει κλιματισμό.
«Πάμε ρε», είπα.
«Μπα, βιάζεσαι κιόλας; Έκανες και τον δύσκολο παλιομαλάκα», ο Νίκος.
«Εγώ σου λέω ότι σε μια βδομάδα θα φάει σουτ και πάω και στοίχημα», ο Σωτήρης που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την προηγούμενη συζήτηση.
«Kόρδα, Mαραθέα, Πεδινό, Προάστιο στου τρίααα! Άιντε κνηθείτε, το λερωμένου είναι!»
Δεν είχε και πολλά λεωφορεία στο ΚΤΕΛ εκείνη την ώρα, αλλά οι γιαγιάδες και οι παππούδες- οι μόνοι επιβάτες για τα χωριά αυτά εκτός από εμάς τους 16ρηδες που είχαμε κάνει κοπάνα, που πιθανότατα είχαν κατέβει στην πόλη για να πάνε σε κανέναν γιατρό ή να ψωνίσουν από τη λαική, Τετάρτη γαρ- δεν φημίζονται για την αίσθηση του προσανατολισμού τους, οπότε η διευκρίνιση του εκφωνητή ήταν μάλλον χρήσιμη.
Ανεβήκαμε και κάτσαμε γαλαρία. Αν είσαι 16 και μπαίνεις σε λεωφορείο και δεν κάθεσαι γαλαρία, δεν είσαι στ’ αλήθεια 16.
Πηγαίναμε στη Μαραθέα, ένα χωριό 500 περίπου κατοίκων, κατακαρακαμπίσιο για να συναντήσουμε τον Τάκη. Ο Τάκης ήταν ένας τύπος, 22 χρονών, πολύ γνωστός του πρώτου ξάδερφου του Νίκου, που πούλαγε ένα παπί, στρογγυλοφάναρο γιαμάχα με σέμπρινγκ εξάτμιση («σπεσιαλάκι» λέγαμε την αλλαγμένη εξάτμιση, που έδινε πιο ωραίο ήχο και πούλαγες μούρη). Δεν το πουλούσε, το σκότωνε όσο- όσο. Είχαμε τσοντάρει και οι τρεις για να το αγοράσουμε. Κανένας δεν είχε δίπλωμα, αλλά εντάξει. Εντάξει. Τι δίπλωμα και μαλακίες. Είπαμε. 16, γαλαρία.
«Κι’ αν το πούλησε;», ο Σωτήρης.
«Δεν το πούλησε ρε σαπρόφυτε. Αφού τον πήρα τηλέφωνο», ο Νίκος. «Κάνε πιο κει, με στριμώχνεις. Μήπως θες να με χουφτώσεις κιόλας παλιομαλάκα;»
«Ναι, χθες. Σήμερα όμως;»
«Είπε ότι θα μας το καβατζώσει. Έτσι δεν είπε;», εγώ.
«Ναι, έτσι είπε»
«Εγώ σπίτι δεν το πάω. Με την καμία», ο Σωτήρης.
«Θα το αφήνουμε στην αυλή της γιαγιάς μου ρε. Είναι στο χωριό τώρα το καλοκαίρι. Από φθινόπωρο βλέπουμε», εγώ.
«Και θα μας αντέξει τρικάβαλο για να γυρίσουμε;», είπε ο Σωτήρης και άρχισε να ψάχνει κάτι. Στη μύτη του. Δεν φάνηκε ότι το βρήκε αλλά δεν αποθαρρύνθηκε κιόλας.
«Σιγά- σιγά θα μας βγάλει. Πενηντάρι είναι βέβαια, αλλά είναι σκυλιά αυτά τα στρογγυλοφάναρα. Τα πιο καινούρια δεν λένε», ο Νίκος.
Το λεωφορείο πήρε μπρος. Στο μπροστινό κάθισμα καθόταν ένα ζευγάρι. Παππούς και γιαγιά, είπαμε. Μαυροντυμένη αυτή, με την κλασική φορεσιά της καραγκούνας, που μοιάζει πολύ μ’ αυτή των γυναικών του Ισλάμ, μόνο που είναι πιο χοντρή και δεν έχει μπούργκα. Αυτός με καρό σακάκι το κατακαλόκαιρο, γκριζόμαυρο, ασορτί τραγιάσκα και καφέ πλαστικές σαγιονάρες, τις οποίες φρόντισε να βγάλει. Δροσιζόντουσαν τα πόδια του για όλο του το σώμα, μάλλον.
«Τον άκσες;», η γιαγιά.
«Ναι. Τι χαλεβς τώρα μι δάυτουν. Άστουν να τα φτιάσ’ μαναχός τ’. Θα μάθ’ και θα καταλάβ’»
«Ιιιιιιιιι, του ζαγάρ’. Τίποτα δεν ακούει. Αλιά μας. Θα του φάει του κιφάλι τ’. Θα του φάει. Απού σένα πήρε. Ίδιους σαρδανάπαλους!».
Ο παππούς, αντί για απάντηση, έβγαλε την τραγιάσκα του και σκούπισε τον ιδρώτα στη φαλάκρα του μ’ ένα, καλά μαντέψατε, γκριζόμαυρο καρό μαντήλι. Μετά κοίταξε στο εσωτερικό της, έκανε σαν κάτι να ψάχνει, έκανε σαν να το βρήκε και ικανοποιημένος την ξαναφόρεσε. Τέντωσε το πόδι του και του έριξε μια ματιά εμφανώς ικανοποιημένος, ποιος ξέρει για ποιον λόγο, ίσως γιατί είχε κόψει τα νύχια του χθες το βράδυ, ίσως γιατί μ’ αυτό το πόδι είχε βάλει πριν εξήντα χρόνια μια γκολάρα από το κέντρο του γηπέδου, ποιος ξέρει για ποιον λόγο, σταύρωσε τα χέρια του και έγειρε το κεφάλι προς το στήθος του, χαμήλωσε και την τραγιάσκα, για να κοιμηθεί μέχρι να φτάσουν στο χωριό. Η γιαγιά έβγαλε ένα ροδάκινο από μια πλαστική σακούλα και άρχισε να τα καθαρίζει μ’ έναν σουγιά.
Ο οδηγός είχε βάλει μια κασέτα του Μίμη Γκιουλέκα, το λεωφορείο όντως δεν είχε αιρκοντίσιον και κανένας από τους καμιά δεκαριά επιβάτες δεν φαινόταν πρόθυμος να ανοίξει κανένα παράθυρο, εκτός από μένα. Σαν να δεχόντουσαν μοιρολατρικά τη ζέστη. Όπως και τα γερατειά.
Το λεωφορείο έκανε την πρώτη προβλεπόμενη στάση, λίγο έξω από την πόλη. Ανέβηκαν δυο νεαροί, είκοσι με εικοσιπέντε. Έκλεισαν οι πόρτες, Μίμης Γκιουλέκας στο σουξέ «Πουλάδα μου καμαρωτή».
Οι τύποι δεν έκατσαν. Έβγαλε ο ένας ένα πιστόλι, ο άλλος ένα μαχαίρι.
«Ακίνητοι ρεεεεεεεεεεεεεε», φώναξε ο ένας, με το πιστόλι. «Οδηγός, συνέχισε!», και σημάδεψε από απόσταση όχι μεγαλύτερη των έξι μέτρων τον φαν του Μίμη Γκιουλέκα.
«Τασούλαααααααααααααααααααα», φώναξε ο άλλος με το μαχαίρι. «Τασούλααααααααααααααααα».
«Τί λες πιδίμ’;», είπε η γιαγιά στον μαχαιροφόρο.
«Πάψε κυρά, πάψε. Βαστάν όπλα, δεν βλεπς;», ο παππούς.
Εμείς τίποτα. Κόκαλο. Αμίλητοι και ακούνητοι. Εγώ δεν μπορώ να πω ότι είχα φοβηθεί και τόσο πολύ, ούτε η ζωή μου πέρασε μπροστά από τα μάτια μου ούτε τίποτα.
«Ποια Τασούλα πιδίμ’;», επέμεινε η γιαγιά. Στο μεταξύ, ο αυτός με το πιστόλι είχε πάει δίπλα στον οδηγό και μάλλον του έλεγε ευγενικότατα πού ήθελε να πάμε. Λεωφορειοπειρατεία, δηλαδή.
«Τι σε νοιάζει εσένα. Πάψε, μη μιλάς», απάντησε ο νεαρός στη γιαγιά.
«Βρε! Μπας και είσι ου Κουστάκ’ς του Γιώργου του Πρόεδρου απ’ τ’ αρβανίτικα; Α;», η γιαγιά.
Ο νεαρός ξαφνιάστηκε. «Κοίτα να δεις που η γιαγιά έπεσε μέσα», ψιθύρισε ο Νίκος.
«Και πού το ξέρεις εσύ; E; Ποια είσαι; Μίλα!», κούνησε το μαχαίρι του ο Κωστάκης.
Η γιαγιά σήκωσε το χέρι της και έδειξε τη φάτσα του Κωστάκη.
«Ιγώ πού του ξέρου; Βούηξι ούλους ου ντουνιάς μι τα καμώματά σ’. Κρίμας κοτζαμ’ παληκάρ να σι κάνει μια σουρλουλού του κιφαλιούτς», είπε η γιαγιά και μετά φτού! τού σκασε μια ροχάλα στο μέτωπο.
«Τι σι λύπ’, ε; Μια χαρά πηδί είσι. Να σι βρώ ιγώ νύφες να ιδείς. Κι καλές κουπέλες. Όχι σαν την παρδάλω που γκιζιρνάει απ’ του πρωί μέχρι να ξαναλαλήσουν του κουκόρια».
Στο μεταξύ το λεωφορείο είχε μπει σε έναν χωματόδρομο, προφανώς εκτός της κανονικής του πορείας. «Μαλάκες, εδώ έχει σόου», είπε ο Σωτήρης και άναψε τσιγάρο. «Φέρε κι’ εμένα ένα ρε», είπε ο Νίκος. «Κι’ εγώ θέλω», είπα.
«Έξω απ’ το παράθυρο να φυσάτε σας παρακαλώ πολύ παιδιά, μ ‘ ενοχλεί ο καπνός», πέταξε ένας κύριος από το πίσω κάθισμα.
«Τι γίνεται εκεί ρε; Κουβέντα έπιασες;», φώναξε ο πιστολοφόρος από το εμπρός μέρος του λεωφορείου.
Η απάντηση ήρθε αμέσως από την γιαγιά:
«Άααααααααα….κι’ αυτός είνι ου αδερφό σ’ ου μεγάλους, α; Ου Γιάνν’ς!», απτόητη η γιαγιά. «Τώρα, μάλιστα. Τα πιάσαμαν’ τα λιφτά μας. Τουν μουρλό έκανι για να μην πάει φαντάρους κι τώρα μου κυκλοφοράει και με πιστόλα. Άι, άιιιιιιιιιιιιι!»
O Kωστάκης τσάκισε. Άφησε το μαχαίρι να πέσει από το χέρι του, έπεσε στα γόνατα, αγκάλιασε τα πόδια της γιαγιάς και άρχισε να κλαίει.
«Σήκω πάνω πηδίμ’. Ντροπής πράματα. Ντροπής πράματα. Σώπα», έλεγε η γιαγιά και του χάιδευε το κεφάλι.
«Καλά σου λέει η κυρά. Ψηλά του κηφάλ’. Άιντι. Κι τις γυναίκες μην τις ξεσυνερίζησι πουλύ. Το κομμάτιτς’ αυτές, το κομμάτις’ κι’ εσύ».
Ο Γιάννης έκρυψε το πιστόλι. Ήρθε και σήκωσε τον Κωστάκη. «Σταμάτα ρε, εντάξει, σταμάτα. Μαλακίες κάνουμε…»
«Καθήστε εδώ. Πού πάτε παιδιά;», είπε ο Νίκος.
«Πού να πάμε τώρα. Στο χωριό θα πάμε. Μαραθέα»
«Αααααα…κι’ εμείς εκεί πάμε», πετάχτηκε ο Σωτήρης. Θέλουμε να αγοράσουμε ένα παπί.
«Παπί; Τι παπί; Από πού;», ρώτησε ο Γιάννης.
«Από κάποιον Τάκη. Μας περιμένει», απάντησε εγώ.
Ο Κώστας μουρμούρισε: «Ωραίο μηχανάκι. Μου τό δινε καμιά φορά και πηγαίναμε βόλτες με την Τασούλα. Βρίσκαμε καμιά άδεια πομώνα και….»
«Σκάσε», τoν διέκοψε ο Γιάννης, που στο μεταξύ είχε αρχίσει να «λύνει» το πιστόλι του το οποίο ήταν -φυσικά- ψεύτικο.
Πήγαμε και βρήκαμε τον Τάκη μαζί με τα δυο αδέρφια. Τελικά το παπί δεν το αγοράσαμε. Το προηγούμενο βράδυ είχε μείνει. Μάλλον από καρμπιρατέρ. Ο Τάκης προσπάθησε βέβαια να μας το πουλήσει, λέγοντας ότι σιγά, πολύ μικρή ζημιά, να δείτε ότι φτιάχνεται αμέσως και τέτοια. Δεν μας έπεισε.
«Το αγοράζω εγώ!», πετάχτηκε ο Κωστάκης. Και το αγόρασε.
Μετά από λίγο καιρό και εντελώς τυχαία, με τον τρόπο που συμβαίνουν αυτά τα πράγματα σε μια κοινωνία που τα πάντα μαθαίνονται και τα πάντα κρύβονται, έμαθα ότι ο Κωστάκης παντρεύτηκε.
Και η νύφη (όχι η Τασούλα- το ρώτησα αυτό) πήγε στην εκκλησία με ένα στρογγυλοφάναρο παπί, με σπεσιαλάκι.