Σαρμανίτσα ή μπεσίκι . Είδος κούνιας που χρησιμοποιείτο στα χωριά της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.
Σαρμανίτσα,
μαζί της, μέσα της θέριαψαν τα πρώτα ακούσματα, οι πρώτες ματιές δίπλα στο δρεπάνι, δίπλα στο τσαπί, πάνω στο κάρο, δίπλα στο όργωμα, κοντά στο αλώνισμα, πάνω στη θημωνιά και, το βράδυ τις παγερές νύχτες κουκούλωμα στη φασκιά!!!
Κοντά σ' όλα, η καραγκούνα μάνα, αντιμέτωπη με τη μοίρα της, αφουγκραζόνταν τις ανάγκες μας μοναδικά, κι ας μην είδε την πόρτα του σχολείου ποτέ!!
Φωτογραφία - σχόλιο: γιαννης ντακος


Είναι μικρό ξύλινο φορητό κρεβατάκι, καμωμένο από τρεις κοντόπλατες σανίδες καρφωμένες σε σχήμα σκαφιδιού και στερεωμένες σε δύο τέτοιες κάθετες με στρογγυλή βάση, πλατύτερη και πιο ψηλή προς το κεφάλι και χαμηλότερη των ποδαριών η άλλη.

Υπήρχαν σαρμανίτσες σκέτες, άλλες χρωματισμένες με διάφορα επάνω στολίσματα, όπως λουλούδια κ.α.

Εκεί μέσα τυλιγμένο στα σπάργανά του, σε τρόπο που μόνο το κεφάλι μένει κάπως ελεύθερο, ξαπλώναν το μικρό πάντοτε ανάσκελα.

Αφού το έδεναν με μια ειδική μάλλινη παρδαλή τριχιά(φασκιά) που την περνούν πολλές φορές στις τρύπες που υπάρχουν επίτηδες στις ημικυκλικές πλαινές σανίδες, έτσι που να είναι αδύνατο να λυθεί από μοναχό του, το σκεπάζανε.

Ήταν τόσο καλά στερεωμένο στη σαρμανίτσα, το μωρό ώστε πολλές φορές οι μανάδες βύζαιναν το μωρό στρέφοντας ελαφρώς αυτήν και το σώμα τους, χωρίς να ελευθερωθεί το μωρό.

Για να μη πουμπωθεί (σκάσει) το μωρό , υπήρχε πάνω απ΄το κεφάλι (του εξάρτημα της κούνιας) ειδικό ξύλινο στεφάνι που το έλεγαν «κρόθο».

‘Ετσι το μωρό ανάπνεε και κοιμόταν άνετα και κουνώντας το η μάνα του νανουρίζοντας ταυτοχρόνως, αποκοιμιόταν.

Το κούνημα της σαρμανίτσας γινόταν και με τα πόδια, όταν η μάνα είχε πιασμένα τα χέρια με γνέσιμο, μπάλωμα, ή πλέξιμο.

Όπως λέει και το ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι »Εγώ ν ο μαύρος γέρασα κι εσύ θέλεις παιχνίδια. Θέλεις στην κούνια βάλε με θέλεις στη σαρμανίτσα, και με τα πόδια κούνα με και με τα χέρια πλέξε, και με το στόμα Χάιδω μου γλυκά λογάκια λέγε….».

Το μικρό ως που να περπάταγε καλά στα πόδια του εκεί περνούσε τον πιο πολύ καιρό και μέσα σ΄αυτή το κουβάλαγε η μάνα του και στις δουλειές τις αγροτικές, ώρες μακρυά από το σπίτι και μαζί της το ΄δερναν και αυτό οι βροχές και τα λιοπύρια, τα κρύα και οι αγέρηδες. Το παρνε μαζί της ακόμα και στην εκκλησιά.

Ούτε λίγες οι φορές που το σαμάρι του αλόγου ή του μουλαριού το γύριζαν ανάσκελα για να το κάνουν κούνια και να μας κοιμήσουν!!!

